Η ελληνικη γλωσσα
Έλληνας Άνθρωπος και Ελληνική Γλώσσα. Έννοιες ανυπόστατες η μία χωρίς την άλλη, ακριβώς επειδή αλληλοσυμπληρώνονται.
Aλλά ας ορίσουμε πρώτα τον Έλληνα Άνθρωπο ώστε να αποφύγουμε την σύγχυση με τον απλώς Ελληνόφωνο. Μέσα από τα πλήθη κάθε λαού, πάντα διακρίνονται εξέχουσες διανοητικές προσωπικότητες που αποτελούν την πεμπτουσία της ψυχής του. Στην περίπτωση των Ελλήνων, η διανόηση μεσουράνησε κατά τέτοιο τρόπο που ακόμα και στις μέρες μας αποτελεί την πεμπτουσία όχι μόνον του Ελληνικού λαού, αλλά και του πανανθρώπινου πολιτισμού. Το ερώτημα πολλών είναι: «που οφείλεται αυτό το θαύμα, δηλαδή η δημιουργία ενός τέτοιου είδους ανθρώπου;» Αν και τόμοι θα μπορούσαν να εκδοθούν αναπτύσσοντας αυτό το θέμα, εν ολίγοις, η απάντηση βρίσκεται καθ' όλη την ιστορική ζύμωση των αιώνων στον Ελλαδικό χώρο όπου ο άνθρωπος ένοιωσε την ανάγκη να εκφράσει τις παρατηρήσεις και τις σκέψεις του γύρω από μία κυκλοθυμική ζωή που ξετυλιγόταν σε έναν ασύγκριτα ποικιλόμορφο τόπο. Τα όρη, οι πεδιάδες, οι ρεματιές, τα δάση και οι δραματικές παράκτιες διακυμάνσεις, φυσικά στοιχεία συνοδευόμενα από έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα σε έναν σχετικά μικρό αλλά και συχνά αφιλόξενο τόπο, δεν μπορούσαν να αφήσουν το σώμα αδρανές, το μάτι αδιάφορο και ληθαργικό το πνεύμα.
Συνεπώς, το σώμα σκληραγωγήθηκε, σμιλευμένο από την ίδια την φύση που το πνεύμα λάτρεψε, ενώ η οξυδέρκεια και η ανησυχία του ευδοκίμησαν. Στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη, κατά την εκφώνησή του, Ο Περικλής με απαράμιλλη σαφήνεια περιγράφει την ιδανική σύζευξη πνευματικού και σωματικού σθένους: «Φιλοκαλούμεν μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας.» (Ας μου επιτραπεί η χρήση της πολυχρησιμοποιημένης λέξεως εντός του αρχαίου σημασιολογικού πεδίου, αυτής που περιφρονεί τον μαλθακό, μη σκληραγωγημένο άνδρα).
Η γλώσσα που αναπτύχθηκε λοιπόν δεν μπορούσε παρά να ήταν εξ ίσου ποικιλόμορφη και σθεναρή υιοθετώντας την ευελιξία και τον πλούτο αυτού του ανήσυχου πνεύματος, αυτού του ανθρώπου ο οποίος τελικά αναπτύχθηκε σε σημείο που ένοιωσε την ανάγκη να επιζητήσει το Ωραίο και το Αληθινό. Όλη η ομορφιά που τον περιέβαλλε έπρεπε να καταγραφεί, το αληθινό έπρεπε να αναζητηθεί. Οι μύθοι, οι θρύλοι και το πάνθεον συμπλήρωναν το κενό αυτής της αναζήτησης για τα πλήθη, αλλά αυτοί που σταδιακώς απέκτησαν το προνόμιο του ελεύθερου χρόνου για συζητήσεις και περισυλλογή συνέχισαν την έρευνα πάντα με αφετηρία τα συσσωρευμένα διδάγματα του παρελθόντος. Αυτοί καθιέρωσαν τον Έλληνα άνθρωπο , το ον που αγάπησε την Μνήμη.
Αυτό το είδος ανθρώπου, λοιπόν, βρίσκεται σε αδιάκοπη αναζήτηση για το ωραίο και το αληθινό στο παρόν και το μέλλον μέσα από την ιστορική του μνήμη. Είναι αυτός που βιώνει και υμνεί την ανθρώπινη εμπειρία και ελευθερία χωρίς δογματισμούς που θα τον περιόριζαν σε αυτή την αέναη αναζήτηση. Είναι σώμα και πνεύμα και επιδιώκει την αρετή αντλώντας μάθηση από τις ψυχικές, πνευματικές και σωματικές εμπειρίες που του παρέχουν μνήμη. Εξ άλλου, στο υπαρξιακό ερώτημα του κάθε ατόμου, όπως και κάθε λαού υπάρχει μονάχα μία απάντηση: Ο καθένας μας είναι αυτό που θυμάται. Είμεθα συσσωρευμένη μνήμη τόσο βιολογικά όσο και πνευματικά. Όσο πιο μακριά φτάνει η θύμησή μας, τόσο πιο ουσιαστική είναι η υπόστασή μας ως ολοκληρωμένα και δημιουργικά άτομα, ή έθνη. Αυτός που έχει πρόσβαση σε τουλάχιστον τρεις χιλιετηρίδες και συνεχίζει την αναζήτηση του ωραίου και αληθινού πέραν αυτών μπορεί να χαρακτηρισθεί Έλληνας Άνθρωπος.
Το εργαλείο έκφρασης και προβληματισμού ενός τέτοιου είδους ανθρώπου δεν θα μπορούσε να ήταν άλλο από την Ελληνική, εφόσον είναι η μόνη γλώσσα που αδιάσπαστα διανύει αυτές τις χιλιετηρίδες και εμπεριέχει σε έκφραση και σημασιολογική φόρτιση όλες τις γνώσεις των εποχών. Η Ελληνική γλώσσα θυμάται, είναι γλωσσικός αγωγός μνήμης . Το Ελληνικό λεξιλόγιο φέρει το εννοιολογικό βάρος των αιώνων. Αυτό την καθιστά μία εύληπτη πρώτη ύλη, η οποία, όταν αναμιγνύεται με την νόηση του σκεπτόμενου, φιλοσοφημένου ανθρώπου αποτελεί το πλέον ιδανικό κόμιστρο για να εκφρασθούν και να δημιουργηθούν οι πάντοτε ωραίες και αληθινές έννοιες «πολιτισμός», «ανθρωπισμός», «δημοκρατία», «φιλοσοφία» και ο, τι δίνει αξία στην ζωή μας σήμερον.
Είναι η λαλιά του Έλληνος Ανθρώπου που προίκισε τους λαούς της Ευρώπης όχι μόνο με τις ιδέες και αξίες που τους απώθησαν από την βαρβαρότητα, αλλά εμπλούτισε το λεξιλόγιό τους σε βαθμό που σήμερα μπορούν να επικοινωνήσουν σε επίπεδο πέρα από αυτό της κοινοτοπίας και της στοιχειώδους επικοινωνίας, τόσο σε επιστημονικά όσο και ανθρωπιστικά πλαίσια. Δεν θα προσβάλω την νοημοσύνη του παρόντος ακροατηρίου καταλογίζοντας την συμβολή του Ελληνικού λεξιλογίου στην επιστήμη και στην φιλοσοφική, εφόσον σας είναι ήδη γνωστό ότι δεν θα μπορούσαν αυτοί οι λαοί να μιλούσαν σήμερα ούτε για «τηλέφωνο» άνευ της Ελληνικής. Όμως, θα ήθελα να επισημάνω ότι βαθιές ανθρώπινες έννοιες με σημαντικές νοηματικές αποχρώσεις όπως η «νοσταλγία», η «μελαγχολία», ο «σκεπτικισμός», η «συμπάθεια», η «αισθητική», η «ποίηση», και δεκάδες άλλες εκφράζονται σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες μονάχα Ελληνικά. Οι παγκόσμιες αναφορές στα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ψυχής παίρνουν σάρκα και οστά στους ήρωες της Ελληνικής μυθολογίας και ιστορίας. Ο Οιδίπους, ο Ηρακλής, ο Νάρκισσος, ο Σίσυφος, ο Τάνταλος, ο Σπαρτιάτης, και τόσοι άλλοι ανασταίνονται στις καθημερινές συζητήσεις όλων αυτών των λαών όπως και στις δικές μας, είτε θέλει κανείς να επισημάνει την δυσκολία μίας πράξης αναφερόμενοι σε «Ηράκλειους Άθλους», ή την αυταρέσκεια τινός αναφερόμενοι στον «Νάρκισσο» κλπ.
«Εκτός από τις τυφλές δυνάμεις της φύσεως, τίποτα δεν κινείται σ' αυτόν τον κόσμο που δεν είναι Ελληνικό στην προέλευσή του», είπε ο Άγγλος λόρδος Henry James Main κατά την ομιλία του «Αγροτικές Κοινωνίες στην Ανατολή και Δύση» το 1875 στο Cambridge. Ούτε η Αγγλίδα συγγραφεύς Virginia Woolf υπέρβαλε όταν εξέφρασε την γνώμη της για την ομορφιά της Ελληνικής λέγοντας ότι «κάποτε, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, άκουσε τα πουλιά να ομιλούν Ελληνικά και ονειρεύτηκε να γίνει συγγραφεύς». Όλες οι ξενόγλωσσες εγκυκλοπαίδειες εκθειάζουν την Ελληνική, και ειδικά την αρχαία, ως την πλέον δυνατή και όμορφη γλώσσα που χάνει περισσότερο στην μετάφραση από κάθε άλλη ένεκα του απαράμιλλου πλούτου της σε εννοιολογικές αποχρώσεις.
Εν τω μεταξύ, όλοι οι γλωσσολόγοι μελετητές τονίζουν την αδιάσπαστη συνέχειά της από την αρχαία έως την σημερινή, επισημαίνοντας ότι δεν πρόκειται για μία νεκρή γλώσσα όπως την Λατινική σε σχέση με τα σημερινά Ιταλικά αλλά για μία ζωντανή, σφριγηλή γλώσσα της οποίας ο κορμός αποτελείται από λήμματα που φτάνουν στην Ομηρική εποχή.
Ο συνειδητοποιημένος κάτοχος της Ελληνικής, λοιπόν, δεν χρειάζεται ετυμολογικό λεξικό για αναλύσεις, εφόσον είναι ενιαία και αδιαίρετη και συνεπώς οι ρίζες της εύκολα αντιληπτές. Δεν έχουμε παρά να συγκρίνουμε μερικές πολυχρησιμοποιημένες λέξεις της γλώσσας μας με αυτές μίας άλλης, ας πούμε της αγγλικής, για να το διαπιστώσουμε αυτό. Όταν, φέρ' ειπείν, φωνάζουμε «Βοήθεια», στέλνουμε «βοή» στα «θεία» επικαλούμενοι τον θεό ή τους θεούς. «Έξυπνο» καλούμε αυτόν που βρίσκεται εκτός «ύπνου». «Αυτοκίνητο» είναι το όχημα που αυτουσίως κινείται. Γνωρίζουμε ότι αυτός που «σκοτώνει» αφαιρεί το φως, στέλνει κάτι ή κάποιον εις το «σκότος». «Ευτυχισμένοι» νοιώθουμε όταν μας «ευνοεί» η «τύχη». Όταν ο αγγλόφωνος χρησιμοποιεί τις αντίστοιχες λέξεις στην γλώσσα του (help, clever, car. kill, happy) μολονότι οικονομικές στον συλλαβισμό τους αρκείται στην απλουστάτη συσχέτιση ήχου, εικόνας, εφόσον δεν υπάρχει άμεση πρόσβαση στις ρίζες τους ή στην σύνθεσή τους.
Και ενώ υπάρχει πληθώρα Ελληνικού λεξιλογίου στην Αγγλική όπως και σε όλες τις άλλες γλώσσες, ο μη Ελληνόφωνος στερείται την ιδία ψυχική φόρτιση αυτών των λέξεων, εφόσον τα παράγωγά τους δεν υφίστανται σε αυτές τις γλώσσες. Παραδείγματος χάριν, η αυτονόητη για μας σύνθεση λέξεων σαν «ανθρωπόμορφο» ή «πανοραμικό» δεν γίνεται αντιληπτή από τον Άγγλο τον Γάλλο ή τον Γερμανό που θα χρησιμοποιήσει την λέξη ''anthropomorphic'' ή ''panoramic'' αντίστοιχα την στιγμή που τα λήμματα «άνθρωπος», «μορφή», «παν», και «ορώ» δεν υφίστανται στις γλώσσες αυτών. Ο κάτοχος της Ελληνικής, λοιπόν, όχι μόνο άμεσα αποκωδικοποιεί αλλά ακόμη σημαντικότερα «νοιώθει» αυτές τις λέξεις. Και ενώ αυτές οι γλώσσες μπορούν να καυχηθούν ότι έχουν πλουσιότατο λεξιλόγιο με την συμβολή Ελληνικών λημμάτων, είναι συγκριτικά πάμπτωχες, στερούμενες την πραγματική αξία και συνεπώς την εννοιολογική και ψυχική επαφή με αυτές τις λέξεις.
Πράγματι, πόσο διαφορετικός προς το βέλτιστον θα ήταν ο κόσμος μας εάν όλοι οι λαοί είχαν όχι μόνον ηχητική, αλλά και σημασιολογική πρόσβαση στην Ελληνική. Παραδείγματος χάριν, θα ήθελα να σταθώ σε μία Ελληνική λέξη που έχουν υιοθετήσει όλες οι γλώσσες, αλλά πέρα από την διαμελισμένη μορφή της δεν αναγνωρίζεται η πραγματική της αξία από μη ελληνόφωνους: την λέξη «υβρίδιο» (αγγλιστί ''hybrid''), μιας και διανύουμε και βιώνουμε μία εποχή όπου επικρατεί όχι το γνήσιο πλέον, αλλά το υβριδικό. Η ίδια η λέξη «υβρίδιο» αποκτά όλη την σημασιολογική βαρύτητά της μόνον από τον Ελληνόγλωσσο χρήστη. Από μόνη της η ρίζα αυτής της λέξεως τον προδιαθέτει για την κακοήθεια του περιεχομένου της. «Ύβρις» σημαίνει βιασμός, αυθάδεια, αλαζονεία, ακολασία, ασέλγεια, κακομεταχείριση. Κατά ταύτα η βασική σημασία της λέξεως «Ύβρις» είναι η «θυελλώδης εφόρμησις εναντίον τινός».
Τελευταία έχουμε διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την θυελλώδη εφόρμηση εναντίον της φύσεως και τις συνέπειες αυτής. Ούτε χρειάζεται να αναφερθεί σε ετυμολογικό λεξικό ο Ελληνόγλωσσος για να καταλάβει την αυθάδη έννοιά της την στιγμή που ακόμα ξέρει να «βρίζει», να «εξυβρίζει», ξέρει τι θα πει «βρισιά», «βρίσιμο». Γνωρίζει επίσης ότι η «ύβρις» τιμωρείται καθώς έχει πρόσβαση στην γλωσσική πρώτη ύλη και τα διδάγματά της. Αντιθέτως, η λέξη αυτή αποκτά ουδέτερη έννοια για τους μη Ελληνόγλωσσους, εφόσον γι' αυτούς το «hybrid» απαντά απλούστατα σε προϊόντα που έχουν δεχθεί επιστημονική επέμβαση για την καλλιέργειά τους. Και ενώ έχουν λογοτεχνική πρόσβαση στο ''hubris'', δηλαδή «ύβρις» δεν μπορούν να συσχετίσουν την μία λέξη με την άλλη. Εφόσον η ρίζα και τα παράγωγα αυτού του Ελληνικού δανείου δεν είναι προσιτά, δεν αποκομίζουν το δίδαγμα που εμπεριέχει, δηλαδή, «το να επεμβαίνεις βάναυσα στην φύση δεν είναι σωστό.»
Πιθανώς ελλείψει αυτού του διδάγματος εξηγείται η πρόσφατη έξαρση «τρελών αγελάδων» και τροφών δηλητηριασμένων με διοξίνες που μαστίζουν την σύγχρονη κατανάλωση.
Αυτό το προνόμιο του Έλληνος Ανθρώπου, δηλαδή να έχει άμεση πρόσβαση στις πραγματικές αξίες που εμπεριέχονται στο λεξιλόγιο του, είναι ο κύριος λόγος που το ωραίο και το αληθινό μεσουράνησε εν Ελλάδι. Ίσως ακούγεται άκρως Ελληνοκεντρική ή ακόμη και ρατσιστική αυτή η άποψη, αλλά ας μη ξεχνάμε ότι αυτό που είναι ελληνοκεντρικό είναι κατ' ουσίαν και κατ' εξοχήν «ανθρωποκεντρικό». Η γενικότερη αποδοχή αυτού στο εξωτερικό είναι πασιφανής. Θα μου μείνει αξέχαστη η πρώτη φορά που επισκέφτηκα Αμερικάνικο πανεπιστήμιο και είδα φοιτητές να φορούν χιτώνια που έγραφαν με Ελληνικούς χαρακτήρες «Γκρηκ Λάιφ» (Ελληνική Ζωή). Σύντομα ανακάλυψα ότι όλες οι Αδελφότητες στα πανεπιστήμια αυτά χρησιμοποιούσαν Ελληνικούς χαρακτήρες για οικόσημα ενώ τα μέλη τους αυτοαποκαλούντο «Έλληνες». Η μύησή τους σε αυτές τις αδελφότητες συμπεριλάμβανε την υποχρέωση να αποστηθίσουν το Ελληνικό αλφάβητο και πολλές Ελληνικές φράσεις. Και πολύ ορθώς πράττουν την στιγμή που η ίδια η λέξη «σχολείο» παγκοσμίως μονοπωλεί τον θεσμό Ελληνιστί.
Ο συνειδητοποιημένος ελληνόγλωσσος ξέρει ότι «α-σχολείται» όταν βρίσκεται εν εργασία, ενώ η «σχόλη» τον ξεκουράζει. Η μάθηση για τον Έλληνα άνθρωπο πάντα ήταν απόλαυση, δηλαδή ένα «σχολείο» που θρέφει την μνήμη του.
Αυτή η πολυπόθητη μνήμη, στην οποίαν πάντα αναφέρομαι (κι ας είναι λίγο κουραστικό), είναι το συστατικό του πανανθρώπινου πολιτισμού, αλλά μονάχα ο Έλλην την εκτίμησε τόσο ώστε να της αποδώσει θεϊκή μορφή. Η αρχαίοι δόξαζαν την Τιτανίδα Μνημοσύνη, την μητέρα των εννέα Μουσών που χόρευαν και τραγουδούσαν Ελληνικά στα μελωδικά ακούσματα της λύρας του Φοίβου Απόλλωνος. Εξ ου και η λέξη «μουσική». Όπως μας είναι ήδη γνωστόν εκάστη των Μουσών εκπροσωπούσε μία ωραία τέχνη, άνευ της οποίας ουκ αναδύεται πολιτισμός. Από μόνη της αυτή η λατρεία των αρχαίων Ελλήνων δηλώνει την εξέχουσα σημασία γι αυτούς που είχε η μνήμη. Χωρίς Μούσα (δηλαδή, μνήμη) δεν θα μπορούσε ο Όμηρος να γράψει τα έπη του, αλλά ούτε και ο Πραξιτέλης θα μπορούσε να φιλοτεχνήσει τα γλυπτά του. Πολύ ορθώς λοιπόν καλούμε «Μουσεία» τα κτήρια που φιλοξενούν τα έργα του παρελθόντος - τα έργα που μας παρέχουν μνήμη.
Πάντως, όλα δείχνουν ότι διανύουμε μία εποχή κατά την οποίαν ο, τι περιέχει ταυτότητα εκ συσσωρευμένης μνήμης συστηματικώς και μεθοδικώς βάλλεται, συνθλίβεται, για την εγκαθίδρυση μίας νέας τάξεως πραγμάτων που θέλει όχι «τον ανεπιλήσμωνα Έλληνα Άνθρωπο», αλλά τον «άνθρωπο καταναλωτή» ή, ακριβέστερα, τον «Ψηφιακόν Άνθρωπον», ένα ον που θα λειτουργεί αναλόγως με τις διακυμάνσεις του δείκτη ενός διεθνούς χρηματιστηρίου και τα μετωπικά ερεθίσματα της τηλεθέασης. Ο Έλλην Άνθρωπος όλο και πιο δυσεύρετος γίνεται ανάμεσά μας ακριβώς επειδή βάλλεται η πανανθρώπινη μνήμη καθώς διανύομε μία περίοδο που κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «μνημοκτόνος». Η Ελληνική Γλώσσα δεν αποτελεί εξαίρεση. Βρίσκεται εις το στόχαστρο αυτής της μνημοκτόνου εποχής επειδή είναι ο αγωγός εντός του οποίου παλινδρομούν οι αληθινές εννοιολογικές αξίες των αιώνων.
Η βεβιασμένη γλωσσική υπεραπλούστευση εις την οποίαν έχει υποστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες μαρτυρά τι μέλλει γενέσθαι εάν μείνουμε απαθείς ως προς το γλωσσικό ζήτημα. Εδώ που τα λέμε, ούτε ο πιο αγνός ήρωας δεν έχει γλιτώσει από την μετάλλαξη. Είναι άραγε τυχαίο που τόσο χρήμα διοχετεύεται σε υπερπαραγωγές όπως αυτήν ενός υβριδικού Ηρακλή που προσβάλει τις οθόνες των τηλεοράσεών μας και την μυθολογική παιδεία της επομένης γενεάς;
Στο άρθρο της για την Ελλάδα, η Αγγλική έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας Βρετάνικα του 1973, πολύ ανησυχητικά αλλά μάλλον προφητικά, γράφει το εξής: «Το μέλλον της Ελλάδος είναι αβέβαιο την στιγμή που η ίδια η γλώσσα των Ελλήνων τους θυμίζει αυτό που ήταν και αυτό που φιλοδοξούν να είναι. Όσο συντηρούν οι Έλληνες τους δεσμούς τους με το παρελθόν (στην περίπτωσή τους ένα πολύ μακρύ παρελθόν) οι μόνιμες λύσεις φαίνονται ανέφικτες. Αλλά ήδη τώρα υπάρχουν δυνάμεις που οδηγούν τους Έλληνες προς την ομογενοποίηση (εάν όχι την απο-ηθικοποίηση) που επιτυγχάνεται εκ των παγκοσμίων μέσων μαζικής ενημέρωσης».
Η Ελληνική γλώσσα αποτελεί ένα τέτοιο μέτρο καθώς ρέει αβίαστα τώρα και χιλιετηρίδες ως φορέας πανανθρώπινων αξιών. Είναι μία ανεξάντλητη γλωσσική πηγή ικανή να εφοδιάζει τον Έλληνα Άνθρωπο όπως αντισταθεί στην επικείμενη διάβρωση και αλλοτρίωση της ελευθέρας σκέψεως και αναζητήσεως του ωραίου και αληθινού.
Ελευθερία είναι να πετάς ψηλά...
στα social media