Κλείσε τα μάτια σου, σου είπα τρυφερά,
εκεί κοντά, που το κόκκινο αχνοφάνηκε,
του νυσταγμένου ήλιου.
Μα συ, μισάνοιχτο το άφησες το ένα.
Κι είπες:
Μ΄αυτό, που το σκεπάζει το κουρασμένο βλέφαρο,
με τούτο θα σε πλάσω.
Και μ΄έπλασες.
Μέσα σου, με ταξίδεψες, πάνω σου.
Καραβοκύρης σε φουρτούνα φθονερή, έπλεα στα μαλλιά σου,
τα δαχτυλίδια του καπνού απ΄το φουγάρο πούβγαιναν,
του καραβιού και του μυαλού,
μπλέκονταν σ΄αγκάλιασμα σφιχτό
με τους βοστρύχους των μαλλιών,
κι ένα μικρό δαχτυλιδάκι, το πιο μικρό απ΄όλα,
ήρθε, τ΄αυτί σου χάϊδεψε, σου μίλησε σιγά,
το χάδι ένοιωσες, τα λόγια τ΄άκουσες.
Με το μικρό σου δαχτυλάκι το δαχτυλίδι το ίσιωσες,
γιατί το μάτι σου τα΄ακοίμηστο σαν τόδε, ζήλεψε.
Και σε πλησίαζα, μαζί κι΄αλάργευα.
Γεωργός που σκέπαζα τις αυλακιές που σου ΄χαν κάνει,
αλλοτινοί σου εραστές,
κι έβαζα σπόρους, πριν, που έμελλε να καρπίσουν,
-τι κι αν το άνυδρο τοπίο ποτέ δεν υδατώθηκε,
κι οι σπόροι απόμειναν στεγνοί-,
εγώ φύτευα, φύτευα,
πότε ένα γελάκι σου σε κάτι που ΄πα
και πρόσμενα να γίνει γέλιο απ΄την καρδιά σου,
να με τραντάξει και να ξεχάσω τα΄ανήλιαγα χαμόγελα
που σ΄ένα υγρό υπόγειο με είχανε λυγίσει,
πότε μια κραυγίτσα ερωτική, εκεί στο τέλος,
που σου ΄λεγα μ΄άγγελο μοιάζεις,
πότε ένα χρώμα ροζ που έβαζες στα μάγουλα,
σαν ήτανε να βγούμε,
πότε μια κόκκινη ανταύγεια απ΄τα μαλλιά σου που ΄βαψες
και ρώταγες κοκέττικα, μου πάει;
εγώ φύτευα, φύτευα,
-τι κι αν το άνυδρο τοπίο ποτέ δεν υδατώθηκε,
κι οι σπόροι απόμειναν στεγνοί-,
Ένα μικρό σποράκι, το πιο μικρό απ΄όλα
έβγαλε φυλλαράκι.
Με το μικρό το δαχτυλάκι το ξερίζωσες.
γιατί το μάτι σου τα΄ακοίμηστο σαν τόδε, ζήλεψε.
Και σε πλησίαζα, μαζί κι΄αλάργευα.
Ο καλός σου, καλέ μου με είπες.
Με ένα λάμδα μακρόσυρτο κι υγρό,
Που το ΄λιωσες στο θολωτό σου ουρανίσκο
σαν καραμέλα γάλακτος
που έπαιρνες παλιά, μικρή σαν ήσουν,
με μια δραχμή τις δέκα
τη γλύκα εκείνων που μοιράστηκες
με τον ωραίο της τάξης
στην αποθηκούλα της αυλής καλά κρυμμένοι,
και σούδωσε ένα φιλί στ΄αυτί κι ένα στο στόμα.
Ακουσα την ήχο απ΄ το λάμδα,
Τη γλύκα ρούφηξα στα χείλη,
Μια σταγόνα στο αυτί και μια στο στόμα.
Μια σταγονίτσα μικρή, την πιο μικρή απ΄όλες
από το λάμδα, στα χείλη σου π΄απόμεινε,
δεν μου την έδωσες.
Με το μικρό σου δαχτυλάκι τη σκούπισες.
γιατί το μάτι σου τ΄ακοίμηστο σαν τόδε, ζήλεψε.
Και σε πλησίαζα, μαζί κι΄αλάργευα.
...................
Και είπες:
Με το άλλο, το ακοίμηστο, με τούτο θα σε ζήσω,
Δεν μ΄έζησες.
Κλείσε τα μάτια και τα δυό, θανάτωσέ με.
΄Η άνοιξέ τα και τα δυό.
Δεν είμαι δυό μισά κομμάτια ενωμένα.
YES I DOES...
Το μόνο που ζητάω είναι να μην προκαλεί και υποτιμάει τη νοημοσύνη μου ο οποιοσδήποτε ανεγκέφαλος, αριβίστας, διψασμένος για εξουσία έναντι οποιουδήποτε τιμήματος, λαϊκιστής πολιτικός!
Θα συμμαχήσω και με το διάβολο, είχε πει κάποτε!
Θέλουμε γκούλαγκ με αιρ κοντίσιον!
στα social media