Ζήλια...αρρώστηα!

Δύο εαυτοί. Δύο κόσμοι τελείως αντίθετοι. Είναι σαν να αγνοεί ο ένας την ύπαρξη του άλλου και έτσι, ανενόχλητα, ενεργούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον. Τίποτα δεν σε προετοιμάζει για την απότομη αλλαγή, τίποτα δεν μπορεί σταματήσει το τεράστιο κύμα του φθόνου, της οργής και της επίθεσης όταν αυτό φουσκώνει μέσα σου και πρέπει να εκραγεί.
Ποτέ δεν χρειάζεται κάποιος ιδιαίτερος λόγος για να γίνει η μετάλλαξη. Αρκεί να ξυπνήσουν μέσα σου παλιές ξεχασμένες αναμνήσεις, αρκεί να φτιάξεις εσύ ο ίδιος τις παραμορφωμένες ζωντανές εικόνες που η φαντασία σου απλόχερα σου προσφέρει για να ανάψει τον σπινθήρα του φόβου, της αρχέγονης ανασφάλειας ότι κινδυνεύεις. Και τότε, αυτόματα, χωρίς να μπορείς ούτε και εσύ ο ίδιος να το ελέγξεις, αλλάζεις. «Πάλεψε ή δραπέτευσε» είναι η υποσυνείδητη αυτόματη αντίδραση, και εσύ τα έχεις εφαρμόσει και τα δυο πολύ καλά. Άλλοτε μέσα από επίθεση, έλλειψη σεβασμού και εμπιστοσύνης υποτιμάς και υποβαθμίζεις τους πάντες και τα πάντα, βλέποντας παντού εχθρούς, θέλοντας να τους εξοντώσεις. Και άλλοτε με μια αχαλίνωτη τάση και ανάγκη να δραπετεύσεις, φεύγεις παρασύροντας και παίρνοντας τα πάντα μαζί σου, υλικά, συναισθήματα, υποσχέσεις, όνειρα, αφήνοντας πίσω σου συντρίμμια.
Κανείς δεν μπορεί εκείνες τις στιγμές να σε σταματήσει, αφού νοιώθεις ότι η ίδια η ύπαρξη σου βρίσκεται σε κίνδυνο και πρέπει πάσι θυσία να προστατευτείς. Κανέναν δεν ακούς αφού έμαθες από μικρός να βλέπεις εχθρούς και ανθρώπους που δεν νοιάστηκαν πραγματικά για σένα. Δεν έμαθες ποτέ να μοιράζεσαι, δεν έμαθες ποτέ να νοιάζεσαι πραγματικά και να εμπιστεύεσαι γιατί δεν σε αγκάλιασαν αρκετά, δεν σου έλεγαν «μπράβο» αρκετά, δεν σε ενθάρρυναν ποτέ να είσαι ο εαυτός σου. Δεν σου μιλούσαν όπως δεν ξέρεις ούτε και εσύ να μιλάς για τον εαυτό σου. Δεν τον ανακάλυψες ποτέ τον πανέμορφο κόσμο που κρύβεις μέσα σου. Πώς να το κάνεις τώρα; Τι να κάνεις τώρα; Δεν ξέρεις. Ξέρεις μόνο να καταστρέφεις, άλλοτε τον εαυτό σου, άλλοτε τους άλλους που τόλμησαν να σπάσουν τα τείχη που έχεις ορθώσει γύρω σου για να σε πλησιάσουν, άλλοτε τη δουλειά σου, άλλοτε τα παιδιά σου δείχνοντας τους την ίδια σκληρότητα και την ίδια απόσταση που εισέπραξες και εσύ ως παιδί.
Δεν τα ήξερα όλα αυτά. Πώς μπορούσα; Τα είχες όλα καλά κρυμμένα όταν σε γνώρισα εκείνο το όμορφο πρωινό στην Πάρνηθα. Ίσως ούτε και εσύ να τα ήξερες πραγματικά γιατί ποτέ κανείς δεν άντεξε να καθίσει δίπλα σου και να σε βοηθήσει – με κίνδυνο να χάσει τον εαυτό του – να τα δεις. Ερωτεύτηκα πολύ γρήγορα τον άνθρωπο που είχε μια καθαρότητα στο βλέμμα του, που με σεβάστηκε και είχε τόσα να μου πει και να μου μάθει. Είχες τόσα πολλά να δώσεις. Ήξερα ότι μαζί σου ήθελα να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου. Μπορεί να χρειάστηκε να περιμένω 42 χρόνια για αυτή την άφιξη, αλλά άξιζε. Και ήμουν έτοιμη. Μοιραστήκαμε το γέλιο, την αγάπη μας για τη φύση, για τη φιλοσοφία, το πάθος μας για τις τέχνες. Μαζί ανακαλύψαμε τον έρωτα από την αρχή. Ήμασταν παιδιά. Ενθαρρύναμε ο ένας τον άλλον στα όνειρα του και ενώσαμε δυο οικογένειες με 4 παιδιά ώστε να προσφέρουμε σε αυτά χαρά και τρυφερότητα, ότι και οι δυο μας είχαμε ανάγκη. Μου είχες δείξει τον άλλο σου εαυτό, αυτόν που ήθελες άντα να είσαι αλλά δεν ήξερες πώς. Δεν κράτησε πολύ όμως. Και ήταν αναπόφευκτο…
Πολύ γρήγορα έκανε την εμφάνιση του ο άλλος σου εαυτός και με πάγωσε μπροστά στην αλήθεια του. Γκρέμιζε ότι πριν από λίγο κτίζαμε. Εμπόδιζε τη δημιουργία, την τρυφερότητα, την εμπιστοσύνη. Έδιωχνε την αγάπη και τη θέση της έπαιρνε ο φόβος, η έχθρα, το μίσος. Τότε τελείωναν όλα αυτόματα, ως δια μαγείας. Ήταν σαν να ζούσα σε δυο κόσμους. Τη μια στιγμή στον παράδεισο, την αμέσως επόμενη στην κόλαση. Μια σχιζοφρένεια από την οποία δεν υπήρχε ή δεν ήξερα τον τρόπο διαφυγής.
Όμως, σε αγαπούσα. Ήξερα ότι για κάποιο λόγο είχες έρθει στη ζωή μου και ότι στο σύμπαν δεν υπάρχουν συμπτώσεις. Έκανα στην άκρη την απίστευτη συντριβή που ένοιωθα μέσα μου, στήριζα αδιάκοπα τη γυναίκα που τόσο άδικα μείωνες, πάλεψα με τα αισθήματα ανασφάλειας και θυμού μέσα μου και στάθηκα δίπλα σου, ότι και αν αυτό κόστιζε, ότι και αν μου έκανες, όσο και αν με απωθούσες, με πλήγωνες, με ακύρωνες με τις ενέργειες και τα λόγια σου, και σε αγκάλιαζα για να νοιώσεις βαθιά μέσα σου ότι είμαι εδώ. Προσπάθησα να καταλάβω, να μάθω, να αλλάξω. Έκανα υπομονή, έκανα ότι μπορούσα για να σε βοηθήσω με όποιον τρόπο ήξερα αλλά και εφεύρα στη στιγμή κάθε φορά. Άλλωστε, ήξερα πια, μετά από τόσα χρόνια ενδοσκόπησης και αυτό-ανακάλυψης, καθώς και μετά από πολύχρονη προσπάθεια να προσφέρω ότι είχα μάθει και σε άλλους, βοηθώντας τους με τα αδιέξοδα τους, ότι δεν κυνδίνευα πραγματικά, ότι δεν διακυβεύεται η ασφάλεια ή η αξία μου, όσο και αν προσπαθούσες να με κατεβάσεις στα μάτια σου. Έμεινα, αφοσιώθηκα, πάλεψα. Σου έδειχνα με τον τρόπο μου ότι είμαι αληθινή, ότι είναι επιλογή μου να είμαι κοντά σου, και ότι σε αγαπώ. Δεν ξέρω άλλο τρόπο από το να σου δίνω και να σου δείχνω τον εαυτό μου.
Παρόλα αυτά πονούσα. Κάθε φορά γινόταν όλο και πιο δύσκολο να ξανασηκωθώ και να ξαναβρώ το κέντρο της αγάπης μέσα μου. Ήσουν αμείλικτος. Η σταθερότητα μου και η χωρίς όρους αποδοχή μου σε απειλούσαν ακόμα περισσότερο. Κανείς ποτέ δεν σε είχε αγαπήσει όπως είσαι, για όλα τα κομμάτια σου, με όλους τους εαυτούς σου. Έπειθες με αργό (υποσυνείδητο) και σίγουρο τρόπο τον εαυτό σου ότι πρέπει να ήταν ψεύτικο, «κάτι άλλο πρέπει να κρύβεται πίσω από αυτό». Και εγώ εκεί. Ακλόνητη. Να σου δείχνω ότι καταλαβαίνω, ότι αντέχω, ότι το έχω επιλέξει και ότι θα το περάσουμε και θα το ξεπεράσουμε μαζί, όσο δύσκολο και αν είναι. Περίμενα να εκτονωθεί ο καταστροφικός εαυτός σου για να επικοινωνήσω με τον άλλον, αυτόν που είναι γεμάτος αγάπη και θέλει να προσφέρει. Άντεχα, εισέπραττα την απίστευτη απόρριψη σου όταν με αγνοούσες, με καταδίκαζες χωρίς να ξέρεις, χωρίς να σε ενδιαφέρει ποτέ πραγματικά τι είχα να πω, τι πιστεύω ή τι αισθάνομαι. Σε παρακολουθούσα να κομματιάζεις την καρδιά μου ξανά και ξανά…
Τώρα ξέρω ότι είναι μάταιο…ακόμα και ο θεός ο ίδιος μας έχει δώσει το πανέμορφο, λυτρωτικό δώρο της ελεύθερης βούλησης.
Όμως, δεν έχεις καταφέρει να σκοτώσεις την αγάπη που νοιώθω μέσα μου για σένα. Ξέρω τώρα, μετά από το σιωπηλό δράμα που ζω μαζί σου εδώ και καιρό, ότι η ψυχή μου δεν είχε κάνει λάθος όταν σε αναγνώρισε εκείνο τον όμορφο φθινοπωρινό Οκτώβρη. Η λογική είχε φύγει από τη μέση, η εμπειρία σώπασε και μίλησε η καρδιά. Απλά. Καθαρά. Ξέρω επίσης ότι αν συνεχίσω να μένω μαζί σου, αυτό θα σε οδηγήσει και εμένα μαζί, στην καταστροφή. Θα σκοτώνεις αβασάνιστα ότι όμορφο έχουμε μέσα μας, θα ισοπεδώνεις τα όνειρα μας, θα πληγώνεις τα παιδιά μας, θα γκρεμίζεις ότι καταφέρνουμε να δημιουργήσουμε στα μικρά διαλλείματα της παραφροσύνης σου. Δεν έχω πια καμιά αμφιβολία για αυτό και ο λόγος είναι πια εμφανές.
Δεν εξαρτάται από μένα η σχέση μας. Η αγάπη μου για σένα είναι δεδομένη και το ξέρεις, όταν ηρεμείς και μένεις σιωπηλός με την καρδιά σου, ότι σου την έδωσα απλόχερα και απόλυτα. Οι σχέσεις όμως είναι όπως τη σχέση που έχουμε με τον εαυτό μας. Εξαρτάται απόλυτα και από τους δυο εαυτούς. Όταν ο ένας αντιπαλεύεται τον άλλον, ο πόλεμος αυτός μεταφέρεται αναμφίβολά προς τα έξω. Κοίταξε τον κόσμο γύρω σου, κοίτα όλο τον πλανήτη για να καταλάβεις. Και η επανάσταση δεν θα έρθει ποτέ απ’ έξω. Η επανάσταση είναι εσωτερική, είναι η πνευματική αφύπνιση που στερείται η ανθρωπότητα αλλά που θα ‘ρθει κάποια στιγμή. Θα γίνει η ανατροπή. Το ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις των ανθρώπων. Όλα είναι η σχέση που έχουμε με τον εαυτό μας.
Δεν υπάρχει κάτι που μπορώ πια να κάνω αφού ποτέ δεν έφυγα από κοντά σου, όσο και αν πονούσα, όσο και αν κάποιες φορές το ήθελα, το χρειαζόμουνα για να επιβιώσω. Όσες φορές ήθελες και έφυγες εσύ – και ήταν πολλές – σε κράτησα, άνοιγα την αγκαλιά μου και σε δεχόμουνα από την αρχή. Μα όσο μένω, θα μεταθέτεις τον πόλεμο που υπάρχει μέσα σου σε μένα, σε φανταστικά γεγονότα που μόνο στο μπερδεμένο μυαλό σου έχουν ισχύ. Οι δυο εαυτοί σου είναι σε συνεχή κόντρα και σε πείθουν κάθε φορά ότι απειλείσαι. Και εγώ δεν μπορώ άλλο να πολεμάω με φαντάσματα, τα δικά σου φαντάσματα. Μεταθέτεις απλά αυτόν τον εσωτερικό πόλεμο σε μένα και γίνομαι αυτόματα εύκολη λεία, ο εχθρός. Τη μια στιγμή με αγκαλιάζεις, την άλλη με διώχνεις. Τη μια μου λες για τα όνειρα σου και για τη ζωή που θέλεις να ζήσουμε μαζί, την άλλη φεύγεις παίρνοντας μαζί σου ότι μου έδωσες ποτέ και όσες υποσχέσεις δεν πρόλαβες να πραγματοποιήσεις γιατί τα λόγια σου δεν υποστήριξαν ποτέ οι πεποιθήσεις σου όταν τα αισθήματα φόβου σε κυρίευαν.
Ξέρω τώρα ότι δεν μπορείς, δεν εξαρτάται από σένα «να κάψεις τα καράβια σου». Εξαρτάται από κάτι βαθύ που είναι μέσα σου, είναι μέσα σε όλους μας. Όχι τη νόηση σου γιατί αυτή θα σου βρίσκει πάντα τρόπους και λόγους να αποφεύγεις, να δραπετεύεις, να αρνείσαι τα αισθήματα σου, τις πραγματικές σου ανάγκες, να σε απομακρύνει από τον εαυτό σου. Εξαρτάται από τη δύναμη και τη θέληση σου να ανοίξεις την καρδιά σου, να επιλέξεις τη ζωή αντί το θάνατο, την αγάπη αντί το φόβο, την εμπιστοσύνη αντί για την καχυποψία και την αποδοχή αντί για την κριτική.
Αν ποτέ αναγνωρίσεις αυτούς τους δυο εαυτούς και αν καταφέρεις να τα βρεις μαζί τους αποφασίζοντας ποιος θέλεις να είσαι (γιατί πάντα έχεις επιλογή), τότε θα είσαι σε θέση να αγαπήσεις. Αν ποτέ τολμήσεις να κοιτάξεις την ψυχή σου και να θεραπεύσεις το πληγωμένο παιδί που υπάρχει μέσα σου, τότε θα είσαι έτοιμος να δεχτείς χωρίς φόβο την αγκαλιά από τους άλλους αλλά και να τη δώσεις, πρώτα στα παιδιά σου που τόσο την έχουν ανάγκη και εσύ τους τη στερείς. Αν ποτέ συγχωρέσεις αυτούς που σε πλήγωσαν γιατί ούτε και αυτοί ήξεραν πώς να αγαπούν και πώς να προσφέρουν τον (και στον) εαυτό τους, τότε θα είσαι σε θέση να συχωρέσεις και εσύ, πρώτα τον εαυτό σου και μετά τους άλλους που δεν είναι τέλειοι. Θα μπορείς να προσφέρεις πραγματικά χωρίς να φοβάσαι κάθε φορά ότι στερείσαι ή ότι χάνεις κάτι από σένα, αλλά ότι στην πραγματικότητα κερδίζεις όταν δίνεις χωρίς να περιμένεις, χωρίς να μετράς το αντίτιμο. Αν ποτέ καταλάβεις τη σημαίνει αγάπη, θα είμαι εδώ και θα σε περιμένω…
στα social media