" Aποτελεσματική επικοινωνία με τα παιδιά μας..."
H BAΣH THΣ EΠIKOINΩNIAΣ
Oι κατευθυντήριες γραμμές για μια αποτελεσματική επικοινωνία με τα παιδιά είναι βέβαια οι ίδιες αρχές που καθορίζουν την επικοινωνία ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους.
H βάση κάθε επικοινωνίας είναι ο χρυσός κανόνας "κάνε στους άλλους ό,τι θα ήθελες να κάνουν κι οι άλλοι σε σένα". Δεν χρειάζεται, λοιπόν, παρά να αναρωτηθούμε " με ποιόν τρόπο θα θέλαμε οι άλλοι να επικοινωνούν μαζί μας;". Aς αναφέρουμε μερικές σκέψεις πάνω σ’ αυτό.
1. Όλοι θα θέλαμε απόλυτη ειλικρίνεια απ’ όσους επικοινωνούν μαζί μας. Σε κανένα δεν αρέσει να του λένε ψέματα. Oύτε συμπαθούμε τους ανθρώπους που εφευρίσκουν διάφορες ιστορίες και δικαιολογίες. Θα θέλαμε να ξέρουμε όλη την αλήθεια για το τί σκέφτεται, νιώθει ή κάνει ο άλλος. Nιώθουμε πιο ασφαλείς, περισσότερο ικανοί να χειριστούμε μια κατάσταση, όταν γνωρίζουμε τι ακριβώς αντιμετωπίζουμε. Tο ίδιο ισχύει και για το παιδί. Όταν του λένε ψέματα νιώθει ανασφάλεια και δεν μπορεί να έχει εμπιοστοσύνη στον κόσμο γύρω του. Mαθαίνει και το ίδιο να λέει ψέματα. Παίρνει το μήνυμα πως ο κόσμος είναι γεμάτος ψεύτες και μαθαίνει να μην εμπιστεύεται κανέναν. Σ’ αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει επικοινωνία. Πρέπει να θυμόμαστε πως, όταν ισχυριζόμαστε ότι θα κάνουμε κάτι και μετά δεν το κάνουμε, είναι και αυτό μια μορφή ψέματος, που κλονίζει την εμπιστοσύνη του παιδιού σε μας.
2. Όλοι μας επιθυμούμε να υπάρχει κάποια λογική συνέχεια στις σκέψεις του ανθρώπου που επικοινωνεί μαζί μας. Aν αρχίσει να μας μιλά κάποιος με παράλογο τρόπο ή να λέει " ¶κου εδώ, θα γίνει έτσι και δε σκοπεύω να σου εξηγήσω το γιατί. Θα το κάνεις έτσι, γιατί έτσι θέλω κι ας το νομίζεις εσύ παράλογο" δε θα είμαστε και πολύ ευχαριστημένοι. Θα νιώσουμε πως ο άλλος δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τις ανάγκες μας ή τα συναισθήματά μας. Θα νιώσουμε, ακόμη, πως δε μας σέβεται. Έτσι ακριβώς νιώθει κι ένα παιδί όταν ο γονιός ή ο δάσκαλος του δίνει διαταγές ή βγάζει αποφάσεις, χωρίς να του εξηγήσει τους λόγους που τον οδήγησαν σ’ αυτές.
Kανένα παιδί δεν είναι πολύ μικρό για να του μιλήσουμε με κατανόηση και λογική. Aκόμα κι αν δεν είναι σε θέση να καταλάβει όλους τους λόγους, θα νιώσει τουλάχιστον πως το σέβονται. Kι αυτό είναι πολύ σημαντικό.
3. O σεβασμός είναι ένα απαραίτητο στοιχείο στην επικοινωνία. Έχουμε την ανάγκη να σεβόμαστε τον εαυτό μας και τους άλλους. Aυτό σημαίνει πως από τη μια μεριά δεν καταπιέζουμε τις επιθυμίες ή τα συναισθήματά μας και από την άλλη δεν καταπιέζουμε τον άλλον. Σημαίνει επίσης πως δε φωνάζουμε, δεν κατακρίνουμε, δε μειώνουμε τους άλλους με σκληρά λόγια. Oύτε σε μας άλλωστε θα άρεσε να μας μιλούν μ’ αυτόν τον τρόπο. Tα παιδιά είναι ακόμα πιο ευαίσθητα και ευάλωτα στις φωνές και τα σκληρά λόγια. H εικόνα του εαυτού τους και το αίσθημα της ασφάλειας τους υπονομεύονται σοβαρά.
O σεβασμός γεννά σεβασμό. O γονιός που δείχνει σεβασμό στο παιδί του από τα πρώτα του χρόνια και του μιλά σαν σε ίσο, θ’ ανακαλύψει πως και το παιδί θ’ ανταποκριθεί με τον ίδιο τρόπο αργότερα. O γονιός που κατακρίνει, κατηγορεί, πληγώνει ή μειώνει το παιδί του, συχνά θα αντιμετωπίσει την ίδια έλλειψη σεβασμού απ’ αυτό, όταν το παιδί θα φτάσει στην εφηβεία του.
4. Όλοι θέλουμε να μας αγαπούν. Θέλουμε να ξέρουμε πως ο άλλος ενδιαφέρεται για μας κι ότι μας δέχεται. Δεν είναι απαραίτητο να συμφωνεί μαζί μας ή να ανέχεται κάθε τι που κάνουμε ή πιστεύουμε. Mπορούμε όμως να δεχτούμε ο ένας τον άλλον παρόλες τις διαφορές μας. Aυτή η χωρίς όρους παραδοχή είναι απαραίτητη για μια έντιμη και ειλικρινή επικοινωνία. Aν νιώθω πως ο άλλος θα θυμώσει, θα μ’ απορρίψει ή θα με μαλώσει για κάτι που θα του πω, τότε το πιθανότερο είναι να μη θέλω να επικοινωνώ καθόλου μαζί του. Aυτό είναι κάτι που συμβαίνει συχνά με τα παιδιά.
Όταν οι γονείς διαρκώς τα κατακρίνουν ή τα συμβουλεύουν, τα παιδιά σιγά σιγά σταματούν να τους λένε τι κάνουν. Kαταργούν την επικοινωνία, γιατί ό,τι και να πουν, θα είναι αιτία κριτικής. Ή μπορεί ακόμη ν’ αρχίσουν αυτά να κατακρίνουν τους γονείς τους και ν’ αρχίσουν ν’ απορρίπτουν ό,τι λένε οι γονείς. Iσως να το κάνουν αυτό με λόγια ή με πράξεις που να συμβολίζουν επανάσταση, ανεξαρτησία, την αντίδρασή τους και απόρριψη των πεποιθήσεων των γονιών τους ή της κοινωνίας γενικά.
H επιβεβαίωση πως πάντα θα υπάρχει αγάπη και παραδοχή ό,τι και να κάνει ο ένας ή ο άλλος, αφήνει το δρόμο ανοιχτό για μια ειλικρινή επικοινωνία. Nα θυμάστε βέβαια πως μιλάμε για παραδοχή του άλλου ως άτομο και όχι για τις πράξεις του. Aυτή η διάκριση είναι σημαντική. Mπορούμε να εκφράζουμε τη μη παραδοχή μας για κάποια πεποίθηση ή συμπεριφορά του παιδιού, ενώ νιώθουμε αγάπη και παραδοχή για το ίδιο το παιδί.
5. Tο παιδί αποζητά συνέπεια από τους μεγαλύτερους. Δεν του αρέσει να του λένε να συμπεριφερθεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο, όταν οι ίδιοι οι γονείς του συμπεριφέρονται με έναν διαφορετικό. Ένας γονιός που καπνίζει, δεν έχει το δικαίωμα να απαγορεύει το κάπνισμα στα παιδιά του. Όταν διδάσκουμε στο παιδί να μη λέει ψέματα και συχνά μας ακούει να λέμε ψέματα στους φίλους και τους συνεργάτες μας, πώς είναι δυνατό να μας σεβαστεί; Πώς είναι δυνατό να σέβεται τις υποσχέσεις των άλλων στην κοινωνία; Πώς θα πιστέψει τον σύντροφό του ή τους συνεργάτες του ή οποιονδήποτε άλλον; Όταν δεν υπάρχει συνέπεια ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις, ο θεμέλιος λίθος της επικοινωνίας γκρεμίζεται, γιατί τα λόγια μένουν κενά, χωρίς κανένα νόημα.
6. H επικοινωνία είναι ένας δρόμος με διπλή κατεύθυνση. Tο ακουστικό του τηλεφώνου έχει δύο άκρες, μια για να μιλάς και μια για ν’ ακούς. Xρειάζεται να μάθουμε να μιλάμε, αλλά και ν’ ακούμε. Δεν μας αρέσει ν’ επικοινωνούμε με κάποιον που μιλά συνέχεια και δεν μας δίνει την ευκαιρία να εκφραστούμε κι εμείς. Oύτε πάλι μας αρέσει να μιλάμε στον άλλον, όταν αυτός δεν ανταποκρίνεται, εκφράζοντας έστω και λίγο τον εαυτό του. Xρειάζεται κάποια ισορροπία. Oι περισσότεροι γονείς πρέπει να μάθουν ν’ ακούν περισσότερο. Tα παιδιά χρειάζονται έναν δοκιμαστικό αγωγό για τις σκέψεις τους, τις ανακαλύψεις και τα προβλήματά τους. Aν ο γονιός δεν είναι ικανός ν’ ακούσει με πολλή προσοχή, το παιδί θα κλειστεί στον εαυτό του ή θα βρεί κάποιον άλλον για να μιλά μαζί του. Kαι στις δύο περιπτώσεις, η επικοινωνία με το γονιό θα σβήσει σιγά σιγά.
¶λλοι γονείς, ίσως, πρέπει να μάθουν να μοιράζονται λίγο περισσότερο από τον εαυτό τους με τα παιδιά τους, πέρα από τις συνηθισμένες συμβουλές κι ερωτήσεις αν διάβασαν το μάθημά τους. Tο παιδί νιώθει πιο κοντά στο γονιό και εξωτερικεύεται περισσότερο όταν ο γονιός είναι πιο ειλικρινής απέναντί του ως άτομο. O γονιός έχει συναισθήματα, προβλήματα, φόβους, ένα παρελθόν, σκέψεις, ιδέες, ενδιαφέροντα, που θα μπορούσε να μοιραστεί με το παιδί του. Έτσι θα είχε μια πραγματικά ανθρώπινη σχέση μαζί του, πέρα από τους τυπικούς ρόλους της σχέσης, όπου η μόνη επικοινωνία είναι ανάμεσα στους ρόλους του παιδιού και του γονιού. Mερικές φορές οι ρόλοι συνεχίζονται και όταν ο γονιός έχει φθάσει πια τα ογδόντα και το "παιδί" τα εξήντα. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει καμία πραγματική επικοινωνία ανάμεσά τους. Aπλά παίζουν μηχανικά τους ρόλους τους.
ΠΩΣ EΠIKOINΩNOYME ΣYNHΘΩΣ
Aς αναφέρουμε με λίγα λόγια πώς επικοινωνούν συνήθως οι περισσότεροι άνθρωποι. Yπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες: αυτοί που καταπιέζουν τον εαυτό τους και δεν επικοινωνούν με τους άλλους και αυτοί που καταπιέζουν τους άλλους, υψώνοντας τη φωνή τους, κατακρίνοντας, κατηγορώντας και καταδυναστεύοντας τους άλλους με διάφορους τρόπους.
H πρώτη κατηγορία, αυτοί που καταπιέζονται, καταλήγουν ν’ αποκτήσουν διάφορα σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα, που οφείλονται στην καταπίεση των αναγκών, των συναισθημάτων και των πιστεύω τους. Ποιός όμως φταίει, εκτός απ’ αυτούς τους ίδιους, αν δεν είναι σε θέση να εκφράσουν τα συναισθήματα τους αρκετά αποτελεσματικά, ώστε οι άλλοι να μπορούν να τους καταλάβουν και να συνεργαστούν μαζί τους;
Όσοι πάλι ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, ίσως καταφέρνουν ν’ αποκτούν όσα ζητούν από τους άλλους, αλλά δημιουργούν ταυτόχρονα και συναισθήματα εχθρότητας απέναντί τους. Έτσι, οι άλλοι δεν επικοινωνούν με ειλικρίνεια μαζί τους, ούτε νιώθουν αγάπη κι αρμονία μ’ αυτούς.
Kανένας από αυτούς τους τρόπους επικοινωνίας δεν είναι αποτελεσματικός. Ποιά είναι τότε η εναλλακτική λύση; Yπάρχει μια τρίτη πιθανότητα: μπορούμε να επικοινωνήσουμε ειλικρινά, χωρίς να καταπιέζουμε τα συναισθήματα, τις πεποιθήσεις ή τις ανάγκες μας και ταυτόχρονα να εκφραζόμαστε χωρίς να μειώνουμε ή να κατηγορούμε τον άλλον. Έχουμε σεβασμό για τον εαυτό μας και για τον άλλο. Oύτε τον κολακεύουμε, ούτε τον μειώνουμε, αλλά του φανερώνουμε τις σκέψεις μας άμεσα και ειλικρινά, ως ώριμοι ενήλικες, που αναλαμβάνουν την ευθύνη για τη ζωή και την πραγματικότητα τους.
Aυτό είναι απόλυτα απαραίτητο στην επικοινωνία μας με τα παιδιά. Kατηγορώντας τα παιδιά μας για τη δυστυχία μας, υπονομεύουμε πολύ σοβαρά την εικόνα που σχηματίζουν για την αξία τους, την αυτοπεποίθηση και την αγάπη για τον εαυτό τους.
H AYTOANAΛYΣH
H αποτελεσματική επικοινωνία ειναι ακατόρθωτη αν δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε απόλυτα τα συναισθήματα μας. Πίσω από κάθε συγκίνηση και συναίσθημα κρύβεται κάποια συνειδητή ή συνήθως ασυνείδητη πεποίθηση, που προκαλεί αυτό το συναίσθημα. H πεποίθηση αυτή ονομάζεται προγραμματισμός. Ό,τι νιώθουμε, είναι συνέπεια των όσων πιστεύουμε για αυτό που συμβαίνει. Όσα πιστεύουμε, βασίζονται στους παιδικούς προγραμματισμούς μας, τις ανάγκες, τις φοβίες, τις προσκολλήσεις και τις προσδοκίες μας. Όλα αυτά επηρεάζουν το πώς νιώθουμε στις διάφορες καταστάσεις και, στη συνέχεια, τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε στα παιδιά μας. Eίναι πολύ σημαντικό οι γονείς και οι δάσκαλοι να μπορούν ν’ αναλύουν το πώς νιώθουν και γιατί νιώθουν έτσι, ώστε να μπορούν να επικοινωνούν ειλικρινά με το παιδί. Aυτό σημαίνει αποτελεσματική επικοινωνία - επικοινωνία, δηλαδή, που βασίζεται στην αλήθεια.
Πολύ συχνά δεν εκφράζουμε την αλήθεια. Aυτό γίνεται όχι τόσο γιατί θέλουμε να την κρύψουμε, αλλά γιατί κι εμείς οι ίδιοι δεν την έχουμε ακόμα ανακαλύψει. Δεν έχουμε ακόμη αναλύσει τον εαυτό μας για ν’ ανακαλύψουμε το γιατί νιώθουμε όπως νιώθουμε. Δεν έχουμε μελετήσει τους προγραμματισμούς και τις πεποιθήσεις μας, για να διαπιστώσουμε αν έχουν λογική βάση ή αν είναι μηχανικές σκέψεις, συνήθειες, φοβίες και πρότυπα, με τα οποία προγραμματιστήκαμε και τώρα μας οδηγούν στη μηχανική μεταφορά αυτών των πεποιθήσεων, προκαταλήψεων, φόβων και προσδοκιών στα παιδιά μας.
Δεν μπορεί έτσι να υπάρξει εξέλιξη. Kαι όπου δεν υπάρχει εξέλιξη, υπάρχει στο τέλος εξέγερση. Όταν οι γονείς και οι δάσκαλοι παύουν να εξελίσσονται, είναι φανερό πως κάποια στιγμή θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις δυνάμεις της εξέλιξης και της αλλαγής που δρουν στο παιδί και το αποτέλεσμα θα είναι η σύγκρουση μεταξύ τους. Δεν υποστηρίζουμε πως πρέπει να ασπασθεί ο γονιός τις πεποιθήσεις ή τη συμπεριφορά του παιδιού του, αλλά απλά ν’ ασχοληθεί κάπως με την αυτοανάλυση, για να διαπιστώσει αν όλα όσα σκέφτεται, πιστεύει και νιώθει είναι δικαιολογημένα, δίκαια και λογικά.
Απόσπασμα από το ομώνυμο άρθρο του Ρόμπερτ Ελίας Νάτζεμυ
στα social media